Δήμος Κάβουρας: «Το Ελληνικό γυναικείο ποδόσφαιρο έχει πολύ μέλλον»

Εδώ και δυο χρόνια έχει αναλάβει τις τύχες της Εθνικής γυναικών και έχει καταφέρει με το ήθος του και τη δουλειά του να αναβαθμίσει παρά πολύ το προϊόν και να βελτιώσει την κατάσταση που επικρατεί στο γυναίκειο ποδόσφαιρο.

Ο προπονητής της Εθνικής γυναικών Δήμος Κάβουρας  σε μια εκ βαθέων συνέντευξη μίλησε στο Kingsport.gr και στους Θάνο Φωτόπουλο και Γιάννη Δρόσο για την εμπειρία του στο γυναικείο ποδόσφαιρο, το μέλλον της ομάδας, τα πρώτα του βήματα στο ποδόσφαιρο, τον Παναθηναϊκό ενώ θυμήθηκε πολλά από την εποχή που μεσουρανούσε στα γήπεδα. Τέλος ανέφερε τους καλυτέρους συμπαίκτες που είχε ενώ έκανε ειδική αναφορά στους προπονητές που τον σημάδεψαν.

Διαβάστε εδώ την αποκλειστική συνέντευξη στο www.kingsport.gr

Κατ’ αρχάς ευχαριστούμε πολύ, τιμή μας

Να είστε καλά, σας ευχαριστώ και εγώ.

Στο σάιτ μας ασχολούμαστε με το γυναικείο ποδόσφαιρο και πιστεύουμε πως θα πάει ακόμη καλύτερα.

Είναι σημαντικό αυτό, το ότι υπάρχει από το σάιτ σας ενδιαφέρον για το γυναικείο ποδόσφαιρο και νομίζω ότι και το γυναικείο ποδόσφαιρο έχει ανάγκη να ασχοληθεί με αυτό περισσότερος κόσμος.

Όποιος σε γνωρίζει και μαθαίνει ότι είστε προπονητής γυναικών, η πρώτη ερώτηση που κάνει είναι «γιατί το επέλεξες»;

Γιατί το επέλεξα… Θεωρώ ότι η επιλογή είχε να κάνει με το γεγονός ότι το γυναικείο ποδόσφαιρο χρειάζεται μία ώθηση. Θεωρώ ότι από την προπονητική εμπειρία που έχω, πολλά χρόνια, είκοσι χρόνια, σε ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο μεν, αλλά με ποικίλες και σημαντικές επιτυχίες, πιστεύω ότι μπορώ να βοηθήσω προς αυτή την κατεύθυνση, να πάρει μία ώθηση τι γυναικείο ποδόσφαιρο και νομίζω ότι τα πρώτα βήματα έχουν γίνει προς αυτή την κατεύθυνση.

Από όταν πήγες στην ομάδα, τι κλίμα έχεις βρει;

Το κλίμα το δημιουργούμε εμείς. Όταν αναλαμβάνεις μια ομάδα η οποία φαίνεται ότι χρειάζεται κάτι καλύτερο, βάζεις κάποιους κανόνες, που έχουν να κάνουν με τη συνέπεια, με την πειθαρχία, με τους στόχους και τις φιλοδοξίες που πρέπει να έχει αυτή η ομάδα και πάνω σε αυτό κινηθήκαμε. Και νομίζω ότι τα κορίτσια έδειξαν μια δεκτικότητα πολύ σημαντική και αυτό φάνηκε στο γήπεδο από τις πρώτες μας συναντήσεις. Και μπορώ να πω ότι επιβεβαιώθηκε και στο επίσημο τουρνουά του πανευρωπαϊκού που νομίζω ότι η ομάδα έκανε πολύ καλές εμφανίσεις.

Είσαι δηλαδή ικανοποιημένος από την πορεία της ομάδας.

Για να είμαι ειλικρινής, επειδή μου αρέσει να βάζω τον πήχη πολύ ψηλά, πιστεύω ότι με τις ομάδες, τη Ρουμανία και την Ουκρανία που ήταν οι ανταγωνιστές για την πρόκριση, θα παίρναμε κάτι περισσότερο. Δεν το πήραμε, αλλά φτάσαμε πολύ κοντά. Δηλαδή θεωρώ ότι η για την ομάδα το 2-0 και το 3-1 που χάσαμε, μπορεί να φαίνονταν «καθαρά» σκορ, αλλά δεν ήταν καθόλου καθαρά, η ομάδα έπαιξε πάρα πολύ καλά και διεκδικούσε τα αποτελέσματα μέχρι το τέλος και ρισκάραμε για να πάρουμε το αποτέλεσμα. Αλλά φάνηκε ότι σε κάποιους τομείς υστερούσαμε και δεν μπορούσαμε τη δεδομένη στιγμή να πάρουμε τα αποτελέσματα.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει δυνατό πρωτάθλημα; Γιατί δυνατή Εθνική προϋποθέτει και δυνατό πρωτάθλημα για να υπάρχει ανταγωνισμός.

Οι λόγοι είναι πολλοί. Ο πρώτος λόγος είναι ότι το πρωτάθλημά μας δεν είναι ανταγωνιστικό. Έχει λίγες καλές ομάδες, λίγα δυνατά παιχνίδια μέσα στη χρονιά, με αποτέλεσμα οι παίκτριες να έχουν πολύ σημαντικό τέμπο. Όταν παίζεις με ομάδες που βρίσκονται 20 και 25 θέσεις πιο πάνω από εσένα στη γενική κατάταξη της UEFA και έχουν κάνει σημαντικά βήματα, εδώ και πέντε χρόνια τουλάχιστον έχουν αλλάξει επίπεδο, χρειάζεται να πας με άλλες, καλύτερες προϋποθέσεις να πας να παίξεις με αυτές τις ομάδες. Και πάνω από όλα, οι καλύτερες προϋποθέσεις είναι το ανταγωνιστικό πρωτάθλημα, αυτό που εμείς δεν το έχουμε.

Ο λόγος που δεν υπάρχει ποιος είναι; Δεν υπάρχει ενδιαφέρον;

Και πάλι, οι λόγοι είναι πολλοί. Πρώτα απ’ όλα, το γυναικείο ποδόσφαιρο υπάρχει γιατί υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, εραστές του ποδοσφαίρου που το αγαπάνε και κρατάνε στα χέρια τους κάποιες ομάδες, αλλά δυστυχώς η οικονομική κρίση δυσκόλεψε πάρα πολύ τα πράγματα και αντί οι ομάδες να εμφανίζονται χρόνο με το χρόνο καλύτερες, πλέον εμφανίζονται πιο ανίσχυρες γιατί δεν έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν οικονομικά κάποια κορίτσια που έχουν ποδοσφαιρική εμπειρία πέντε και δέκα χρόνων και φτάνουν σε μια ηλικία 24-25 και δεν μπορούν ούτε να πάρουν στοιχειωδώς τα οδοιπορικά τους με αποτέλεσμα ολοένα και περισσότερες παίκτριες να σταματάνε το ποδόσφαιρο στα 25 και έτσι να ξεκινάς από το «μηδέν» και κάθε χρόνο να ψάχνεις να βρεις νέα παιδιά, κορίτσια 17-18 έως 20 χρονών γα να υποστηρίξεις τις ομάδες.

Θα πάμε σε αγώνα που προσωπικά τον είδα, εκείνον με τη Γαλλία εκτός έδρας. Μπαίνετε σε αν γήπεδο και το βλέπετε γεμάτο από 25.000 κόσμο. Πώς νιώθετε;

Πραγματικά ήταν μια μοναδική εμπειρία και για τα κορίτσια και για εμάς, πρωτόγνωρη εμπειρία που πραγματικά δεν είναι εύκολο να τη ζήσεις ούτε στο ανδρικό ποδόσφαιρο. Δηλαδή παίξαμε με μία Γαλλία για την οποία ήταν το τελευταίο παιχνίδι, έχοντας πάρει την πρόκριση με άνεση πριν πάει να παίξει στο μουντιάλ. Έγινε το παιχνίδι σε μια επαρχιακή πόλη, τη Ρεν και έγινε τέτοια καμπάνια που έκανε ρεκόρ εισιτηρίων η γαλλική ομάδα, ήταν κάτι μοναδικό (σ.σ. ρεκόρ ακόμα και για την ανδρική ομάδα). Πραγματικά το περιβάλλον ήταν ποδοσφαιρικό και ωραίο, ήταν η χαρά του ποδοσφαίρου. Παίξαμε ένα παιχνίδι φοβερό, παίξαμε μια φοβερή άμυνα, γιατί για να φας μόνο ένα γκολ από τη Γαλλία δεν είναι κάτι πολύ πιθανό. Και από’ κει και πέρα είδαμε πως είναι μια γιορτή το ποδόσφαιρο. Ουσιαστικά ήταν ένας αμυντικός μονόλογος το παιχνίδι, δεν είχαμε την ευχέρεια να κάνουμε ούτε μία τελική προσπάθεια, όπως συμβαίνει με όλες τις άλλες ομάδες που παίζουν με τη Γαλλία.

Η Πελετίδου έκανε πολύ καλό ματς

Ναι, η Πελετίδου έκανε φοβερό παιχνίδι πραγματικά, ήταν μια γιορτή εκεί, μοναδική εμπειρία. Θύμισε τελικό μεγάλης διοργάνωσης.

Έβλεπα το παιχνίδι από το ίντερνετ και το σχολίασα από το facebook και με ρώτησαν κάποιοι αν είμαι στο γήπεδο.

Ναι, ήταν από τις καλύτερες εμφανίσεις σε εκείνο το παιχνίδι με τη Γαλλία.

Υπάρχει μέλλον; Και το ρωτάω αυτό γιατί οι κορασίδες πήραν την πρόκριση για την Elite round. Είναι ένα βήμα για την ανάπτυξη;

Σας λέω ότι πραγματικά, τα τελευταία δύο χρόνια που είμαστε εγώ και ο συνάδελφός μου, ο Αντώνης Πριόνας στις ομάδες, βλέπουμε ότι η πρόοδος και η εξέλιξη φαίνεται μέσα από τις προκρίσεις των κορασίδων, τις δύο αυτές χρονιές συνέχεια προκρίνονται. Φαίνεται και μέσα από το γεγονός ότι και πέρυσι οι νεανίδες πήραν πρόκριση, φέτος οριακά την έχασαν. Πραγματικά και η γυναικεία ομάδα χρειάζεται βελτίωση σε 2-3 τομείς και περισσότερο με την αυτοπεποίθηση, πρώτα απ’ όλα να πιστέψουν στις δυνατότητές τους τα κορίτσια και η γυναικεία ομάδα είναι σε θέση να κάνει κάποια στιγμή την έκπληξη και να διεκδικήσει την πρόκριση σε τελική φάση.

Επίσης από πέρυσι βλέπουμε πολλές αθλήτριες να παίζουν έξω. Κύπρο, Γερμανία, Ιταλία. Αυτό είναι καλό; Αποκομίζουν εμπειρίες για να τις φέρουν μέσα στην ομάδα;

Αυτή τη στιγμή έχουμε 5-6 κορίτσια που παίζουν στο εξωτερικό. Για κάποια κορίτσια υπήρχε ενδιαφέρον για κάποιες ομάδες, κάποια αποφάσισαν να πάνε στο εξωτερικό για να αποκομίσουν εμπειρίες. Αυτό θα φανεί στην εθνική μελλοντικά. Δηλαδή, πρώτα πρέπει να πάρουν τις εμπειρίες, να εξελιχθούν στα πρωταθλήματα αυτά που θα παίξουν τουλάχιστον ένα με δύο χρόνια, γιατί μόλις τώρα πήγαν και βεβαίως όταν θα έρθουν εδώ, αρκεί να συνειδητοποιήσουν ότι ερχόμενες να παίξουν με την εθνική, η εθνική θα περιμένει από αυτές το καλύτερο, να κάνουν τη διαφορά, γιατί και αυτό είναι ένα σημείο που θέλει προσοχή από τα κορίτσια. Να μην έρθουν δηλαδή εδώ με αλαζονική διάθεση, αλλά με τη διάθεση να παίξουν και να κάνουν το κάτι παραπάνω για να βοηθήσουν την ομάδα.

Πρέπει να «μάθουν» δηλαδή και στην ομάδα;

Δεν είναι να μάθουν, είναι να δώσουν το κάτι παραπάνω που θα έχουν κερδίσει έξω. Το λέω αυτό γιατί είναι το σημείο κλειδί για τη βελτίωση. Γιατί μπορεί κάποιοι παίκτες να συνειδητοποιήσουν ότι η εθνική ζητάει το μάξιμουμ, δεν ζητάει να δείξουν απλά ότι παίζουν στο εξωτερικό. Μόνο αυτό, τίποτα άλλο.

Υπάρχει κάποιος αγώνας που να ήθελες να προπονήσεις; Δηλαδή για παράδειγμα το 2004, στους Ολυμπιακούς, θα ήθελες να είσαι στην ομάδα;

Ποιος δεν θα ήθελε να είναι;

Άμα σου έλεγαν τώρα, ποιος είναι ο καλύτερος αγώνας που θυμάσαι σαν προπονητής, ποιος είναι;

Νομίζω ότι αυτά τα δύο παιχνίδια που παίξαμε αρχές Ιουνίου, πρώτα στη Γαλλία και μετά στην Ουκρανία, ήταν τα δύο καλύτερα παιχνίδια μας, πραγματικά γιατί ήταν σε μια στιγμή που οι παίκτριες ήταν στην καλύτερη δυνατή κατάσταση. Πιστεύω ότι στο τέλος της χρονιάς, ο παίκτης είναι στην καλύτερη δυνατή του κατάσταση, έχει πάρει όλα τα παιχνίδια μέσα στη χρονιά, όταν έχει την πρόκληση να παίξει με έναν πολύ δυνατό αντίπαλο, όπως είναι η Γαλλία ή η Ουκρανία όπου πήγαμε για να παίξουμε το τελευταίο μας χαρτί για να ελπίζουμε σε κάτι. Γιατί και οι δύο αγώνες ήταν σημαντικοί και στο δεύτερο αγώνα με την Ουκρανία κάναμε ένα πολύ μεγάλο παιχνίδι που παρά το 2-0 που χάσαμε, εντούτοις σε αυτό τον αγώνα κάναμε 17 τελικές προσπάθειες έναντι 11 της Ουκρανίας και πραγματικά θεωρώ ότι μας αδικούσε το αποτέλεσμα, θα μπορούσαμε να βάλουμε και ένα και δύο γκολ και να πάρουμε κάποιο θετικό αποτέλεσμα. Θεωρώ ότι αυτοί ήταν οι δύο καλύτεροι αγώνες.

Ποιο είναι το μέλλον της ομάδας;

Είναι γεγονός ότι μέλλον υπάρχει στο γυναικείο ποδόσφαιρο, αλλά πρέπει να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις να πάει μπροστά, να πάει μακριά. Θεωρώ πως όπως υπάρχουν ταλέντα στους άντρες πάρα πολλά, το ίδιο αλλά σε μικρότερο βαθμό, υπάρχουν ταλέντα και στο γυναικείο, γιατί δεν ασχολούνται τόσες πολλές γυναίκες από μικρή ηλικία με το ποδόσφαιρο όσο οι άντρες. Το μειονέκτημα εδώ είναι ότι έχεις να επιλέξεις ανάμεσα σε μικρότερο αριθμό παικτριών. Αν η ανταγωνιστικότητα του πρωταθλήματός μας είναι μικρότερη είναι γιατί έχουμε μικρότερο αριθμό παικτριών. Είναι λίγος ο αριθμός. Είναι 9 ομάδες φέτος στην Α’ κατηγορία. Είναι συγκεκριμένος ο αριθμός των παικτριών. Και μην ξεχνάμε, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια εμφανίστηκε το γυναικείο ποδόσφαιρο στην Ελλάδα. Δεν έχει πολύ μεγάλη ζωή, γιατί και η παραδοσιακή ελληνική οικογένεια άργησε να αφήσει τα παιδιά της να πάνε να παίξουν ποδόσφαιρο. Ότι έχει μέλλον, έχει, αλλά το θέμα είναι όπως είπαμε να δημιουργηθούν πολλές προϋποθέσεις, δηλαδή και οι ομάδες να γίνουν πιο ανταγωνιστικές, αλλά και να δημιουργηθούν γυναικείες ακαδημίες στις μεγάλες ελληνικές ομάδες, δηλαδή από Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό, ΑΕΚ, για να έχεις να επιλέξεις από μεγάλο αριθμό αθλητριών στο μέλλον, και από εκεί και πέρα και το εξωτερικό θα παίξει μεγάλο ρόλο. Όσα κορίτσια φύγουν έξω, τόσο περισσότερο θα ανέβει το γυναικείο ποδόσφαιρο. Αυτό σημαίνει ότι εάν συνδυαστούν όλα αυτά, κάποια στιγμή θα πέσουμε στην κατάλληλη συγκυρία και θα έρθει το αποτέλεσμα στο γυναικείο ποδόσφαιρο. Που νομίζω ότι έχει ξεκινήσει να γίνεται.

Πάντα σε όλες τις συνεντεύξεις ρωτάω ένα σχόλιο για τη Ναταλία(Χατζηγιαννίδου)

Για τη Ναταλία τι να πούμε; Είναι ένα κορίτσι που, ο Θεός να την έχει καλά, λες ότι πραγματικά αν θα φύγει αυτό το κορίτσι από την εθνική ομάδα, θα υπάρξει ένα κενό μεγάλο και πρέπει να ψάξεις να βρεις με ποιον τρόπο θα το καλύψεις, γιατί είναι ένα κορίτσι το οποίο πέραν της σταθερής αγωνιστικής εικόνας που έχει, είναι και ένας χαρακτήρας που μέσα στα αποδυτήρια λειτουργεί σαν ένας δεύτερος προπονητής, σαν ένας δεύτερος «ισορροπιστής» στις οποιεσδήποτε καταστάσεις έχεις να αντιμετωπίσεις μέσα στην ομάδα.

 

Η κουβέντα συνεχίστηκε για το ποδοσφαιρικό παρελθόν του Δήμου Κάβουρα.

Στο ξεκίνημά σου σαν ποδοσφαιριστής, υπήρξε και ένα πέρασμα από το στίβο. Εκεί πώς ξεκίνησες; Από το στίβο και τις διακρίσεις εκεί, πώς σε κέρδισε τελικά το ποδόσφαιρο;

Ποδόσφαιρο έπαιξα από τα 14 έως τα 16 στο χωριό μου στη Χίο. Έπαιξα δύο χρόνια στην ομάδα του χωριού μου (σ.σ. στον Κανάρη Νενητών). Στα 16 μου ξαφνικά, από το σχολείο, μέσα από κάποιους αγώνες σχολικούς που κέρδισα και έκανα κάποιες πολύ σημαντικές επιδόσεις για τη δεδομένη στιγμή, ένας προπονητής εκεί με έπεισε να πάω να γραφτώ σε ένα σύλλογο στίβου και να λάβω μέρος μετά από 3-4 μήνες σε Πανελλήνιους αγώνες παίδων. Αυτή ήταν η αφορμή που ξεκίνησα. Δηλαδή ξαφνικά από τον Μάιο μέχρι το Σεπτέμβριο, μέσα σε 4-5 μήνες είχα εξαιρετική εξέλιξη στο τριπλούν. Από τα άλματα που έκανα γύρω στα 13,30 με 13,50, έφτασα στο 14,70 που ήταν πανελλήνιο ρεκόρ παίδων που κράτησε για 20 χρόνια. Δηλαδή πρώτη θέση στο τριπλούν, δεύτερη στο μήκος, 6,70 και αυτό μου έδωσε την αφορμή να μπω στην εθνική ομάδα στον ΣΕΓΑΣ και να με φέρει στην Αθήνα. Έτσι από τα 16 μέχρι τα 19 ήμουν αθλητής του στίβου εδώ στην Αθήνα και από εκεί πάλι, με αφορμή κάποιο τραυματισμό που είχα στον στίβο και ένα τυχαίο γεγονός που έπαιξα ποδόσφαιρο στον Κανάρη όταν ήμουν ένα Πάσχα εκεί στη Χίο, ξαναμπήκα στο ποδόσφαιρο και ξεκίνησε ξανά η καριέρα μου.

Από τον Κανάρη και το ερασιτεχνικό πρωτάθλημα (σ.σ. «πρόγονος» της Δ’ εθνικής) στον Παναθηναϊκό. Για έναν ποδοσφαιριστή αυτό δεν πρέπει να είναι εύκολο.

Δεν ήταν εύκολο. Ήταν ένα άλμα θα έλεγα, από μια ομάδα Δ’ εθνικής στον Παναθηναϊκό. Αλλά βέβαια, ομολογώ ότι αυτό το άλμα έγινε την κατάλληλη στιγμή, τη στιγμή που ήταν ο μεγάλος Γιάτσεκ Γκμοχ στον Παναθηναϊκό και επέλεξε τότε πολλούς παίκτες από μικρές κατηγορίες, που θεωρούσε ότι έπρεπε να δημιουργήσει ένα κράμα νέων, ταλαντούχων και εξελίξιμων παικτών μαζί με πολύ μεγάλα ονόματα που υπήρχαν τότε, για να φτιάξει μια πολύ μεγάλη ομάδα. Όπως ήταν τότε ο Παναθηναϊκός. Και θεωρώ ότι ήμουν πάρα πολύ τυχερός που τη δεδομένη στιγμή βρέθηκα μέσα σε αυτή τη συγκυρία.

Το κλίμα σε εκείνη την ομάδα πώς ήταν;

Ήταν εξαιρετικό, τι να πούμε τώρα. Όταν έχεις ονόματα όπως τον μεγάλο Άνθιμο Καψή, το συγχωρεμένο Γιάννη Κυράστα, τον Νίκο Καρούλια, το Χουάν Ραμόν Ρότσα, τον Βέλιμιρ Ζάετς, το Δημήτρη Σαραβάκο, παίκτες αξίες, ονόματα που πραγματικά τους σεβόσουν. Τους μιλούσαμε στον πληθυντικό εμείς οι πιο μικροί τον πρώτο χρόνο, μην κρυβόμαστε. Είχε ένα κλίμα εξαιρετικό, ήξερε ο Γκμοχ να αξιοποιεί και να αξιολογεί τα πράγματα για να κάνει μια ανταγωνιστική ομάδα και πραγματικά όποιος το ήθελε πολύ να παίξει και ήταν επαγγελματίας, είχε την παρουσία και τη συμμετοχή. Και πραγματικά έκανε τον Παναθηναϊκό εκείνο το δημιούργημα που μεγαλούργησε, όχι μόνο κατά τη διετία του Γκμοχ, αλλά και για τα επόμενα 2-3 χρόνια. Γιατί μην ξεχνάμε ότι και μετά τον Γκμοχ πήρε νταμπλ ο Παναθηναϊκός, ξαναπήρε και με το Ρότσα μετά από 4 χρόνια, πήρε μια ώθηση η ομάδα εκείνης της περιόδου για 5-6 χρόνια.

Το 1985 έχετε χάσει τον ημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών με τη Λίβερπουλ και στη συνέχεια έγιναν τα γεγονότα στο Χέιζελ. Μετά από εκείνον τον τελικό, είχατε στεφτεί ότι αν περνούσατε σαν Παναθηναϊκός δεν θα είχαν συμβεί όλα αυτά; Και θα βλέπαμε και έναν τελικό Παναθηναϊκός-Γιουβέντους.

Κατ’ αρχάς ίσως θα γλιτώναμε αυτά τα έκτροπα και τα επεισόδια, που είχαν το θάνατο 40 Ιταλών. Μόνο και μόνο αυτό ήταν σημαντικό να συνέβαινε για να αποφευχθεί ένα τέτοιο γεγονός και δεύτερον θα ήταν εξαιρετικό για την ομάδα μας. Που αν δεν τύχαινε απέναντι στη Λίβερπουλ που ήταν η πιο φορμαρισμένη ομάδα εκείνης της εποχής, ίσως θα μπορούσαμε να φτάναμε σε έναν τελικό, αλλά δυστυχώς η παρουσία της Λίβερπουλ δεν μας έδινε το δικαίωμα να ελπίζουμε.

Και στο Άνφιλντ μπαίνεις ως αλλαγή. Εκεί πώς νιώθεις;

Εντάξει, ήταν μια από τις σημαντικές στιγμές τις καριέρας μου η συμμετοχή σε αυτό το παιχνίδι, αν και όταν έμπαινα εγώ μέσα, το σκορ ήταν ήδη 3-0 και ξέρεις ότι απέναντι σε μια τέτοια ομάδα όταν παίζεις για 20 λεπτά στο τέλος, δεν έχεις ελπίδα να αλλάξεις κάτι, ήταν μια ομάδα που είχε συνεχή υπεροχή στο παιχνίδι και αν θυμάμαι καλά, εμείς κάναμε μόνο δύο αντεπιθέσεις από το 70’ μέχρι το 90’ όταν πια η Λίβερπουλ έριξε λίγο το ρυθμό της. Εντάξει, το παλέψαμε, δεν μπορώ να πω, μπήκαμε μέσα για να κάνουμε το καλύτερο και ήταν μια σημαντική στιγμή η παρουσία σε αυτό το παιχνίδι.

Οι αντίπαλοι τότε στην Ελλάδα πώς αντιμετώπιζαν τον Παναθηναϊκό;

Ήταν αλλιώς τα πράγματα τότε στο ποδόσφαιρο. Ήταν τα πρώτα επαγγελματικά χρόνια. Θεωρώ ότι και στις ομάδες και στους παράγοντες, τα πράγματα ήταν πιο καθαρά από ότι είναι τώρα. Δεν υπήρχε αυτή η καχυποψία για τη διαιτησία. Μπορεί να υπήρχαν κάποια μεμονωμένα παράπονα προς κάποιες κατευθύνσεις, από και προς κάποια πρόσωπα, αλλά δεν νομίζω ότι υπήρχε η καχυποψία που υπάρχει τα τελευταία 15-20 χρόνια και αυτό δεν αφήνει τις ομάδες να κοιτάξουν το στόχο τους που είναι η δημιουργία μιας ομάδας. Αυτό είναι το πρώτο θέμα, η δημιουργία ομάδας και δευτερευόντως η διαιτησία. Γιατί εδώ οι διαιτησίες κυριαρχούν στις συνεντεύξεις Τύπου, στους προπονητές, στους παράγοντες, στους παίκτες και θεωρώ ότι όλο αυτό δίνει μια πολύ λάθος εικόνα και εντύπωση προς τον κόσμο και αυξάνει και την καχυποψία και δεν αφήνει το άθλημα να εξελιχθεί.

Βέβαια, φταίμε και εμείς οι δημοσιογράφοι. Γίνεται το παιχνίδι την Κυριακή και από την Κυριακή μέχρι το Σάββατο όλοι ασχολούμαστε με το διαιτητή.

Όλοι φταίνε, όλοι το συντηρούν αυτό το πράγμα, από τις Κυριακάτικες εκπομπές και τα δημοσιογραφικά θέματα όλη την εβδομάδα και το ενδιαφέρον των παραγόντων που ασχολούνται με το ποδόσφαιρο για τον διαιτητή το συγκεκριμένο, για το ένα και για το άλλο. Δηλαδή κάπου το πράγμα έχει ξεφύγει εντελώς και νομίζω πως πρέπει να αλλάξει κάτι πια.

Αφού έφυγες από τον Παναθηναϊκό, πώς ένιωθες εσύ, αλλά και όλη η ομάδα όταν επρόκειτο να αντιμετωπίσει τον Παναθηναϊκό ή τον Ολυμπιακό;

Η αλήθεια είναι ότι ο Παναθηναϊκός είναι η ομάδα της καρδιάς μου, είναι η ομάδα που από τα παιδικά μου όνειρα ήθελα να παίξω, είχα την τύχη να εκπληρώσω τα όνειρά μου παίζοντας στον Παναθηναϊκό, αλλά η καριέρα μου δεν σταμάτησε εκεί, έφυγα στα 25 μου χρόνια από τον Παναθηναϊκό και σαν επαγγελματίας που ήμουν, για άλλα 6-7 χρόνια ήμουν υποχρεωμένος κάθε φορά που θα παίζω να δίνω τον καλύτερό μου εαυτό, όπως και έκανα. Δηλαδή και με το Λεβαδειακό είχα σκοράρει απέναντι στον Παναθηναϊκό. Ένιωθα ότι έπρεπε να δώσω τον καλύτερό μου εαυτό, δεν είχα να φοβηθώ κάτι, όσο ήμουν στον Παναθηναϊκό, θεωρώ ότι ήμουν ένας χρήσιμος κρίκος της ομάδας όποτε χρειάστηκε να παίξω και απλά ήμουν  υποχρεωμένος να δίνω τον καλύτερό μου εαυτό, όπως και το έκανα και πάντα διακρινόμουν για τη διάθεση που είχα.

Στον Παναθηναϊκό του τώρα, τα τελευταία χρόνια, τι έχει πάει λάθος; Το μεγαλύτερο λάθος πιστεύω είναι ότι δεν εμπιστεύεται σε διοικητικές θέσεις παλαίμαχους ή βετεράνους, όπως κάνουν άλλες ομάδες.

Θεωρώ πρώτα από όλα ότι ο Παναθηναϊκός ξεκίνησε πριν από μερικά χρόνια μια πολύ καλή προσπάθεια με τον Γιάννη Αναστασίου, η οποία με νέα παιδιά από τις ακαδημίες, απέδειξε τα πρώτα δύο χρόνια ότι πήγε εξαιρετικά. Από’ κει και πέρα όταν σε 1-2 χρόνια βάζεις τον πήχη ψηλά, πολύ ψηλά και πρώτον δεν παίρνεις τον κατάλληλο προπονητή όταν αποφασίζεις να αλλάξεις τον Αναστασίου, με τις γνώσεις και τις εμπειρίες για να διαχειριστεί τις προσδοκίες που έχεις. Δεύτερον, δεν παίρνεις τους κατάλληλους παίκτες που χρειάζεται για να δημιουργήσεις μια ομάδα που να κάνει πρωταθλητισμό και να ανταγωνιστεί ουσιαστικά τον Ολυμπιακό. Και τρίτον, πιπιλάς την καραμέλα με τη διαιτησία, δεν αφήνεις τον προπονητή να φτιάξει ομάδα, παρά αποπροσανατολίζεις και τον κόσμο και τους παίκτες και το αγωνιστικό τμήμα ότι σου φταίει πάντα μια διαιτησία και να κοιτάς το δέντρο χωρίς να κοιτάς το δάσος, δεν κοιτάς με ποιον τρόπο θα φτιάξεις ομάδα, είναι σίγουρο ότι δεν μπορείς να φτιάξεις ομάδα. Και νομίζω ότι αυτό συμβαίνει στον Παναθηναϊκό τα τελευταία χρόνια. Δηλαδή και δεν έχει επενδύσει, αν και φέτος έκανε τα κατάλληλα βήματα, αλλά και αυτός ο προπονητής που έχει δεν είμαι σίγουρος ότι έχει τις κατάλληλες προπονητικές εμπειρίες για να βοηθήσει μια κατάσταση που υπάρχει στον Παναθηναϊκό. Δεν νομίζω ότι υπάρχει αυτό. Μπορεί φέτος να έχει καλύτερους παίκτες, αλλά και τους καλύτερους παίκτες να έχεις, πρέπει με τον κατάλληλο προπονητή να δημιουργήσεις ένα κατάλληλο περιβάλλον στην ομάδα, το κατάλληλο ποσοστό και να μην αποπροσανατολίζεις την ομάδα με άλλα πράγματα. Και απέδειξε φέτος ότι η καραμέλα που πιπιλούσε τόσα χρόνια με τη διαιτησία, πόσο λάθος ήταν. Το ότι φέτος υποτίθεται ότι μέσα από κάποιες πιέσεις είναι καλύτερη η διαιτησία, και πάλι το αποτέλεσμα είναι χειρότερο απ’ ότι άλλες χρονιές. Και με καλύτερους παίκτες και καλύτερη ομάδα όπως εμφανίστηκε στην αρχή της χρονιάς, άρα σημαίνει ότι κάποια πράγματα πρέπει να αλλάξουν μέσα στο περιβάλλον του Παναθηναϊκού. Που έχουν να κάνουν με τη γενικότερη φιλοσοφία σαν ομάδα και να κοιτάξουν πώς σαν Παναθηναϊκός θα αξιοποιήσει αυτό που ήδη έχει και να μην κοιτάει ούτε τον Ολυμπιακό, ούτε τους άλλους. Ο Ολυμπιακός, καλώς ή κακώς ξέφυγε τα τελευταία χρόνια, οι επενδύσεις που κάνει, οι παίκτες και οι προπονητές που φέρνει, όλα δείχνουν ότι έχει αλλάξει επίπεδο. Άρα, κοιτάς εσύ τι κάνεις πρώτα, πώς αξιοποιείς το υλικό σου και βάζεις προσδοκίες ανάλογες με αυτό που έχεις και όχι με αυτό που δεν έχεις, αυτή είναι η γνώμη μου.

Περισσότερο, δε, φάνηκε ότι ανεβαίνει ο πήχης μετά την κατάκτηση του κυπέλλου το 2014.

Σίγουρα ο πήχης μπορεί να μπει ψηλότερα, αλλά από τη στιγμή που κάποια παιδιά από τις ακαδημίες έπαιξαν 1-2 χρόνια, έπαιξαν και έδωσαν κάποια πράγματα, θεωρώ ότι αυτά τα παιδιά την τρίτη τους χρονιά ήταν σε θέση να δώσουν κάτι περισσότερο στον Παναθηναϊκό. Δεν μπορεί να έχεις κάποια παιδιά από τις ακαδημίες, όπως είχες κάποτε το Νίνη που σε δύο σεζόν κάηκε ολοκληρωτικά, και να τους δίνεις πέντε και δέκα ευκαιρίες την πρώτη και τη δεύτερη χρονιά και την τρίτη χρονιά να θεωρούνται άχρηστοι και να αποφασίζουν να φεύγουν από’ δω και από’ κει και να καίγονται και εκεί που πάνε. Γιατί εάν φεύγουν από τον Παναθηναϊκό και πάνε ανέτοιμοι ε μια ομάδα που έχει ψηλά τον πήχη, θα καείς. Και αντί να τους εκμεταλλευτεί την τρίτη χρονιά, όσους από αυτούς θεωρούσε ότι ήταν πιο ικανοί, τους διώχνει και ξεκινάει από την αρχή λέγοντας «πάω να πάρω έμπειρους παίκτες» και να ξαναφτιάξω από την αρχή το οικοδόμημα. Και βλέπει ότι τώρα το οικοδόμημα είναι χειρότερο από ότι ήταν πριν με τα νέα παιδιά. Άρα λείπει η υπομονή από τον Παναθηναϊκό και η κατάλληλη διαχείριση του στόχου, να είναι διαχειρίσιμος ο στόχος, να είναι εφικτός, να μην βάζεις ανέφικτους στόχους και να μην αποπροσανατολίζεις τα πράγματα με διαιτησίες κλπ. Έτσι το βλέπω εγώ.

Αν και στην Ελλάδα δεν υπάρχει υπομονή, πίστωση χρόνου κλπ, σε οποιαδήποτε ομάδα.

Ναι, δεν υπάρχει, είναι γεγονός, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να υπάρξει. Κάποια στιγμή πρέπει να αλλάξουμε τα πράγματα και εμείς, αφού θεωρούμαστε ότι είμαστε στην Ευρώπη, πρέπει κάποια πράγματα που συμβαίνουν σε ξένες χώρες να τα υιοθετήσουμε και εμείς εδώ. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορείς να φτιάξεις κάποια πράγματα όταν δουλεύεις με ένα πιστόλι στον κρόταφο στον κάθε προπονητή και στον κάθε παίκτη όταν δεν είναι έτοιμος να σου δώσει τη δεδομένη στιγμή αυτό που θέλεις, να του το πάρεις εκείνη τη στιγμή με το έτσι θέλω. Δεν γίνονται αυτά.

 

Εκτός από τα δύο νταμπλ και την ευρωπαϊκή πορεία με τον Παναθηναϊκό, ποια ήταν η σημαντικότερη αγωνιστική στιγμή σου;

Εντάξει, υπήρξαν κάποια παιχνίδια στην καριέρα μου που μου έχουν μείνει, κάποιες στιγμές δηλαδή. Με τον ΟΦΗ θυμάμαι ένας αγώνας που έπρεπε να κερδίσουμε τον Αθηναϊκό. Χάσαμε στον πρώτο αγώνα κυπέλλου 3-0 και έπρεπε να τον αποκλείσουμε. Και θυμάμαι πως έμεινα στον πάγκο σε εκείνο τον αγώνα από τον Γκέραρντ και μου λέει «πρόσεξε να δεις, μένεις στον πάγκο, αλλά όταν μπεις μέσα, θα πρέπει να δώσεις εσύ την πρόκριση στην ομάδα». Και πραγματικά, ήταν ένας αγώνας μέσα στο Ηράκλειο σε γεμάτο γήπεδο και όταν μπήκα στο δεύτερο ημίχρονο, το 2-0 έγινε 5-0, με 2 ή 3, δεν θυμάμαι, δικά μου γκολ, μέσα σε μια ατμόσφαιρα τρομερή. Ήταν μια στιγμή που δεν την ξεχνάω. Ένας αγώνας αξέχαστος.

Και το γήπεδο του ΟΦΗ φημίζεται για την ατμόσφαιρά του.

Ναι, σίγουρα.

Άλλη στιγμή ήταν το ντεμπούτο μου στον Παναθηναϊκό, όταν έπαιξα αριστερό μπακ μπροστά σε 45.000 κόσμο. Παναθηναϊκός-Λάρισα, που από 0-1 το γυρίσαμε σε 2-1 και έπαιξα αριστερό μπακ να φυλάω τον Ζιώγα σε εκείνο το ντεμπούτο μου. Αυτά είναι τα πιο χαρακτηριστικά. Θυμάμαι ένα γκολ μέσα στην Τούμπα που έβαλα με τον Παναθηναϊκό και κερδίσαμε τον ΠΑΟΚ, γκολ τίτλου. Περάσαμε μέσα από την Τούμπα 0-1. Δύο-τρία τέτοια παιχνίδια είναι χαρακτηριστικά που μου έχουν μείνει.

Και η αντίστοιχη σημαντικότερη στιγμή ως προπονητής;

Σαν προπονητής είχα μια τετραετία στον Κεραυνό Κερατέας, θεωρώ ότι ήταν από τα καλύτερά μου χρόνια. Εκεί πέρα φτιάξαμε μια ομάδα πάρα πολύ καλή, με προϋποθέσεις για πολλά πράγματα, αλλά είχαμε και πολλές ατυχίες. 6-7 τίτλους με αυτή την ομάδα, νταμπλ, τρεμπλ, χάσαμε μια άνοδο στη Γ΄ εθνική, στην έδρα του αντιπάλου, στο Κορωπί τελευταίο παιχνίδι. Εκεί σαν προπονητής, μπορώ να πω ότι τις καλύτερές μου στιγμές τις έζησα στην Κερατέα. Ήταν 4 χρόνια όπου είχα την ευχέρεια να δουλέψω μέσα σε ένα πολύ καλό περιβάλλον διοικητικό, με καλούς και ταλαντούχους παίκτες ντόπιους, αλλά και με κάποιες μεταγραφές που έρχονταν κάθε χρόνο. Αυτός ήταν ο καλύτερός μου σταθμός. Από’ κει και πέρα στα Σπάτα έκανα δύο σεζόν πολύ καλές και έπαιξα και εκεί ένα πρωτάθλημα μέσα στην Καλλονή χαμένο. Γενικά είμαι ευχαριστημένος από την προπονητική μου καριέρα γιατί δούλεψα σαν να ήταν επαγγελματικές οι ομάδες, στο επίπεδο της Δ’ εθνικής. Είχα να κάνω με πολύ καλούς ανθρώπους που με εμπιστεύτηκαν στη διαχείριση των ομάδων και γενικά ευχαριστήθηκα τη δουλειά μου σαν προπονητής σε αυτές τις ομάδες που δούλεψα.

Το χιώτικο, αλλά και γενικά το ελληνικό ποδόσφαιρο αυτή τη στιγμή πώς το βλέπεις;

Το χιώτικο ποδόσφαιρο νομίζω είναι ερασιτεχνικό βέβαια, όπως είναι και το αντίστοιχο των Αθηνών, με τη μόνη διαφορά ότι εκεί στη Χίο είναι… αρκετά ερασιτεχνικό. Δεν υπάρχουν πολλά νέα παιδιά που να έχουν φιλοδοξίες ποδοσφαιρικές. Δεν έχουν ως προτεραιότητά τους το ποδόσφαιρο. Είναι παιδιά που το κάνουν μέχρι ενός σημείου και μόλις φτάσουν στα 17, στην πλειοψηφία τους, τους ενδιαφέρουν οι Πανελλήνιες εξετάσεις, τους ενδιαφέρει κάτι άλλο. Και ενώ έχει και εκεί ταλέντα πολλά, δεν υπάρχει εξέλιξη, γιατί εκεί υπάρχει μια ερασιτεχνική αντιμετώπιση σε όλα τα επίπεδα, από τους παράγοντες και από τους παίκτες με αποτέλεσμα να υπάρχει μια στασιμότητα. Τώρα, για το ποδόσφαιρο των Αθηνών, τώρα πια φαίνεται ότι με την κρίση που υπάρχει, θα δοθεί χρόνος και έμφαση στα νέα παιδιά, γιατί δεν είναι οι εποχές εκείνες που πλήρωναν οι ομάδες αρκετούς παίκτες που προέρχονταν από ψηλότερες κατηγορίες. Δεν έχουν δηλαδή την ευχέρεια να δίνουν τα χρήματα, που είχαν πριν από πέντε χρόνια. Σίγουρα οι ομάδες θα στηρίζονται τώρα στα νέα παιδιά, που υπάρχει πληθώρα νέων παιδιών στις ακαδημίες και με προσθήκη 2-3 έμπειρων παικτών, οι ομάδες με φιλοδοξίες και στόχους, θα δίνουν την ώθηση που θέλουν. Εντάξει, εδώ στην Αθήνα, το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο έχει πολλά παιδιά που πραγματικά πρέπει να εξελιχθούν. Αλλά… υπάρχει ένα μεγάλο αλλά. Φτάνουμε στο επίπεδο της Β’ και της Α’ εθνικής και δεν υπάρχουν Έλληνες ποδοσφαιριστές. Πέστε μου εσείς, όλο αυτό το πράγμα τι αντίκρισμα έχει… τι μέλλον έχει για τα νέα παιδιά. Πέστε μου εσείς όλο αυτό που βλέπουμε τόσα χρόνια και στη Δ’ εθνική έπαιζαν 3 και 4 νεαροί για να παίρνουν εμπειρίες και στη Γ’ εθνική επίσης 2 και 3 νεαροί παίκτες, για να φτάσεις στη Β’ και στην Α’ εθνική και να μην υπάρχουν καθόλου νεαροί ποδοσφαιριστές. Δηλαδή όλος ο σχεδιασμός ευνοεί κάποια συμφέροντα και κάποιες καταστάσεις οι οποίες «χαντακώνουν» τους Έλληνες ποδοσφαιριστές.

Πριν από 15-20 χρόνια βλέπαμε σε ομάδες της Α’ εθνικής 2-3 ξένους μόνο, ενώ τώρα βλέπουμε 2-3 έλληνες.

Έτσι. Και μακάρι να είναι και 2-3. Στην καλύτερη περίπτωση θα δεις 2-3 να παίζουν. Άντε ένας, δύο… κανένας…

Υπάρχουν δηλαδή ματς που στη 18άδα βρίσκονται μόνο ξένοι.

Ναι. Δυστυχώς αυτή είναι η «κατάντια». Τι να πούμε; Ότι είναι μια ουτοπία;

Οι ξένες ομάδες επιλέγουν Έλληνες παίκτες και τους έχουν βασικούς και οι ελληνικές επιλέγουν ξένους. Αυτό δεν είναι λίγο οξύμωρο;

Είναι τα συμφέροντα που εξυπηρετούνται μέσα από κάποιες λογικές, από μάνατζερ κλπ. Δεν είμαι σε θέση να παίξω κάποιο ρόλο σε αυτό το πράγμα, αλλά εκείνο που είναι λυπηρό είναι ότι υπάρχουν τόσα νέα παιδιά ταλαντούχα που θα μπορούσαν να επανδρώνουν τις ομάδες μας και με χαμηλά μπάτζετ και με καλή εξέλιξη. Και αυτό θα είχε αποτέλεσμα και στην εθνική να έχει μία πληθώρα παικτών να επιλέξεις αύριο-μεθαύριο, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει αυτό. Να μην πάμε μακριά, πάρτε τους μεγαλύτερους συλλόγους της Ευρώπης, πάρτε τη Μπαρτσελόνα που είναι η κορυφαία ομάδα της Ευρώπης. Κοιτάξτε να δείτε πόσα παιδιά παίζουν από τις ακαδημίες. Πόσα είναι στη 18άδα και πόσα στην 11άδα. 3-4-5 παιδιά είναι από τις ακαδημίες. Πάρτε το παράδειγμα του Παναθηναϊκού όταν έφτασε στη δυσκολία πριν από 4 χρόνια και προώθησε 10 ερασιτέχνες, ότι δεν έχει καμία απολύτως αγωνιστική διαφορά η ομάδα του Παναθηναϊκού τότε με τα νέα παιδιά με τους τωρινούς. Πέστε μου τι διαφορά έχει; Θα πάει να ξανακερδίσει εύκολα τον Ολυμπιακό με 0-3 με τα παιδάκια μέσα στο Καραϊσκάκη; Για πέστε μου, φέτος τι έκανε με τα ονόματα αυτά; Και τι έκανε τότε με τα παιδάκια αυτά; Με 5-6 νεαρούς στην 11άδα. Μην κρυβόμαστε τώρα, το μέλλον είναι στα παιδιά, στα νέα παιδιά. Νέοι παίκτες, ηλικίας μέχρι τα 23-24 έχουν το πάθος και τη φιλοδοξία να παίξουν, να διακριθούν, να εξελιχθούν, για να πάρουν λεφτά και να παίξουν σε καλύτερες ομάδες και αυτό είναι που δίνει την εξέλιξη και στις ομάδες. Η ενέργεια η νεανική, το πάθος το νεανικό… Οι κορεσμένοι και οι χαλασμένοι που παίζουν, που έρχονται απ’ έξω, το 50% αυτών δεν αποδίδει. Τι ενέργεια θα δώσει στις ομάδες; Έχω λάθος;

Έρχονται στα 35 τους οι ξένοι να παίξουν ένα χρόνο οι περισσότεροι.

Εντάξει, εμείς δυστυχώς όλοι το βλέπουμε απ’ έξω και εκφράζουμε μία άποψη. Αυτοί που είναι μέσα στα πράγματα, τα βλέπει διαφορετικά.

Ο φίλαθλος δεν έχει την υπομονή που πρέπει. Αν δει μια 11άδα του Παναθηναϊκού με νεαρούς Έλληνες παίκτες θα πει «τι είναι αυτά τα χάλια». Ενώ αν έβλεπε 11 ξένους των 35 θα αντιδρούσε αλλιώς.

Εντάξει, μόνο που η ομάδα η καλή θα γίνει με το συνδυασμό των μικρών και των καλών. Και σιγά σιγά θα δεις σε βάθος χρόνου ποιοι μικροί μπορούν να σταθούν, ποιοι μεγάλοι έχουν διάρκεια κλπ. Πώς η γενιά η δικιά μας για παράδειγμα με τόσα νέα παιδιά από μικρές κατηγορίες, από Δ’ εθνική, εγώ έπαιξα από την πρώτη στιγμή στον Παναθηναϊκό, ο Καραβίδας το ίδιο, ο Γεροθόδωρος το ίδιο, ο Βασιλείου ο Χρήστος το ίδιο, από τη Β’ εθνική στον Παναθηναϊκό. Τόσα παιδιά πώς παίξαμε; Παίξαμε γιατί μας έδειξαν εμπιστοσύνη, μας πιστέψανε, ήταν και το περιβάλλον τότε που εξυπηρετούσε να δείξει ανοχή. Γιατί έξυπνα ο Γκμοχ είπε ότι πάμε να φτιάξουμε μια καλή ομάδα και όχι ότι πάμε να πάρουμε το πρωτάθλημα. Γιατί τόσα χρόνια, από τότε ο Παναθηναϊκός πάλευε με ονόματα που δεν απέδιδαν. Όλα αυτά είναι συνδυασμός καλών χειρισμών.

Μα και στον Παναθηναϊκό, στο 3-1 που νίκησε τη Γιουβέντους, ήταν ο Χένρικσεν που μάθαινε άμυνα στον Γκούμα και τον Κυργιάκο, ο Σόουζα στα χαφ που έμαθε τη θέση στον Μπασινά και ο Βαζέχα στην επίθεση που έμαθε τη θέση στον Λυμπερόπουλο. Είχε 3-4 ξένους που άξιζαν για 10.

Αυτός ο Χένρικσεν πραγματικά, όταν τον έβλεπες, εγώ τον έβλεπα καμιά φορά στη Λεωφόρο, όταν τον έβλεπες από ψηλά, ήταν σαν να δίδασκε την άμυνα ζώνης σε όλους της άμυνας. Ήταν δάσκαλος.

Όπως και ο Ζάετς…

Κορυφαίος. Εκείνο το παιχνίδι που σας λέω που έπαιξα πάνω στον Ζιώγα, μπήκα στη θέση του Βονόρτα που ήταν στόπερ και γύρισε τον Ζάετς στόπερ. Και έπαιξα δίπλα του, αριστερό μπακ. Εγώ ήμουν τότε με την τρέλα τη νεανική να φύγω μπροστά. Όπως και βγήκα. Σε όλο το ημίχρονο βγήκα 3-4 φορές. Μέχρι να ισοφαρίσουμε δεν μου είπε τίποτα, έβγαινα και δεν μου έλεγε τίποτα ο Ζάετς. Μόλις ισοφαρίσαμε για το 1-1 μου λέει «Δήμο, κάτσε τώρα, μη φύγεις, άσε τώρα να πάνε μπροστά οι άλλοι, τώρα θέλουμε να κρατήσουμε το 1-1 και να βάλουμε το γκολ». Αλλά εντάξει, ήταν αυτό που λέμε η προσωπικότητα. Στόπερ τώρα. Τώρα εκεί, δεν πας πουθενά. Μεγάλη δουλειά να έχεις παίκτες με προσωπικότητα που θα βοηθήσουν τα παιδιά.

Μου έχει μείνει μια ιστορία, δεν ξέρω αν ισχύει. Είχε έρθει στην Ελλάδα μια ακαδημία Γιουγκοσλάβων, 15 χρονών παιδάκια. Και τα παιδιά φορούσαν στο γήπεδο καπέλα με κάτι μεγάλους γείσους, χωρίς να έχει ήλιο. Και ρωτάει ο Έλληνας προπονητής «καλά ρε φίλε, τόσο μεγάλοι γείσοι, αφού δεν έχει ήλιο»; Και τι απάντησε ο Γιουγκοσλάβος: «Δεν το κάνω επειδή έχει ήλιο, αλλά για να σηκώνω το κεφάλι μου στο γήπεδο, να βλέπω γήπεδο». Έτσι ήταν και ο Ζάετς που σήκωνε το κεφάλι για να «δει» γήπεδο.

Όταν είχε έρθει ο Ζάετς, εγώ ήμουν ήδη στον Παναθηναϊκό, ήταν η δεύτερη χρονιά μου. Τη χρονιά που πήγαμε καλά στην Ευρώπη. Ήρθε μία εβδομάδα-10 μέρες αφού είχαμε ξεκινήσει προετοιμασία. Ήμασταν στα Τρία-Πέντε Πηγάδια ταλαιπωρημένοι, σκοτωμένοι από 3 προπονήσεις τη μέρα και μόλις ήρθε ο Ζάετς, μας είπε ο Γιάτσεκ, «σήμερα παιδιά να κάνουμε λίγο ματσάκι να δούμε και αυτόν τον Γιουγκοσλάβο που φέραμε, τον παικταρά». Μιλάμε ότι, δεν ήταν το ότι εμείς ήμασταν κουρασμένοι, αλλά έπαιρνε τη μπάλα και δεν μπορούσε να του την πάρει κανένας. Πάσα, πάσα, γκολ. Πάθαμε την πλάκα μας από την πρώτη στιγμή! Και έτσι ήταν και το παιχνίδι του, έπαιρνε τη μπάλα σν αμυντικό χαφ, πέρναγε στον άξονα 3 παίκτες, πάρε πάσα, βάλε. Αυτό ήταν το παιχνίδι του συνέχεια. 1-2 πάσες να ηρεμήσει το παιχνίδι και μόλις έβρισκε ένα κενό, μια ανισορροπία, πέρναγε από’ δω, πέρναγε από’ κει, πάσα από’ δω, πάσα από’ κει… απίστευτος. Αλλά μεγάλες προσωπικότητες.

Τώρα όμως το παιχνίδι έχει αλλάξει. Είναι πλέον πιο γρήγορο, ο παίκτης δεν απαιτείται να είναι τόσο μπαλαδόρος. Αρκεί να τρέχει και να έχει πνευμόνια.

Ναι, έχει βελτιωθεί από τότε μέχρι τώρα η τακτική η αμυντική. Οι ομάδες έχουν εξελιχθεί πολύ στην αμυντική λειτουργία και πια δεν μπορούν να φανούν τα ατομικά πλεονεκτήματα των παικτών, γιατί είναι πιο γυμνασμένοι οι παίκτες, πιο ασφυκτικό το τρέξιμο, λιγότερος ο χώρος και ο χρόνος που έχεις για να παίξεις μπάλα, αλλά όμως και τότε οι ομάδες έτρεχαν, τηρουμένων των αναλογιών. Και η ομάδα η δικιά μας του Γκμοχ και αργότερα στην ΑΕΚ η ομάδα του Μπάγεβιτς που έπαιρνε τα πρωταθλήματα, ήταν μια ομάδα προσωπικοτήτων που έτρεχε και έπαιζε μπάλα. Σίγουρα τώρα έχει εξελιχθεί και η προπονητική, οι τακτικές, όλα έχουν βοηθήσει προς την κατεύθυνση αυτή. Αλλά έχουν καθηλώσει το ποδόσφαιρο, γιατί ασχολούνται πιο πολύ με τη άμυνα. Άμυνα, άμυνα και δεν βλέπεις επιθετικό ποδόσφαιρο. Δεν ευχαριστιέσαι το ποδόσφαιρο εδώ στη χώρα μας, όπως για παράδειγμα στην Ισπανία. Και εκεί υπάρχει έμφαση στην αμυντική λειτουργία, αλλά είναι πιο απελευθερωμένες οι ομάδες. Εδώ βλέπεις μια ομάδα, το 80 % είναι άμυνα και το 20% αν θα καταφέρει να βγει στην επίθεση δύο φορές σε κάθε ημίχρονο. Ενώ στο εξωτερικό δεν είναι έτσι. Άμυνα την ώρα που πρέπει αλλά και επίθεση. Εναλλάσσονται  αυτά πιο ισορροπημένα. Εδώ φοβούνται οι προπονητές να ανοιχτούν, γιατί σου λέει «άμα φάω γκολ και χάσω… γεια σας». Φοβούνται και αυτό παίζει το ρόλο του. δεν υπάρχει αυτό, να παίξουμε καλό ποδόσφαιρο, σωστό ποδόσφαιρο και μέσα από αυτό να φέρουμε τα αποτελέσματα. Φοβούνται να μην χάσουν.

Άρα, από όλα αυτά, υποθέτουμε ότι ο καλύτερος συμπαίκτης ήταν ο Ζάετς, σωστά;

Ζάετς, Σαραβάκος, Ρότσα, αυτοί ήταν.

Ο πιο δύσκολος αντίπαλος; Αυτός που σε δυσκόλεψε σαν παίκτης.

Καραταΐδης. Ήταν ένας πάρα πολύ γρήγορος αμυντικός. Ήμουν και εγώ γρήγορος, αλλά είχα την αίσθηση ότι αυτόν δεν μπορούσα να τον περάσω στον κενό χώρο, ότι πάντα θα με έφτανε.

Και ο καλύτερος προπονητής;

Γκμοχ, Γκέραρντ. Αυτοί οι δύο.

Και προσωπικότητες κιόλας, πέρα από προπονητές.

Και προσωπικότητες, ναι.

Ο Γκμοχ πώς είναι σαν άνθρωπος;

Αξιαγάπητος, με πολύ καλό χιούμορ. Μόνο καλά έχω να θυμάμαι εγώ. Ακόμα και όταν σε πίεζε και όταν σε… «έβριζε» στην προπόνηση, σου δημιουργούσε ένα αίσθημα να προσπαθήσεις για το καλύτερο. Εμένα αυτός ήταν ο άνθρωπος που πραγματικά με ενέπνευσε και έπαιξα μπάλα στον Παναθηναϊκό και με πίστεψε κιόλας. Για να με πιστέψει σημαίνει ότι του έδωσα και εγώ το ερέθισμα, προπόνηση πάρα πολύ, πάρα πολύ δουλειά, δεν μπορείς έναν προπονητή να τον υποχρεώσεις να σε βάλει να παίξεις όταν είσαι στον Παναθηναϊκό και πας να κάνεις πρωταθλητισμό. Αλλά θεωρώ ότι ήταν επαγγελματίας, επιβράβευε την προσπάθεια και αξιαγάπητος παντού.

Και ο Γκέραρντ;

Και ο Γκέραρντ και αυτός ήταν τρομερός επαγγελματίας. Ένας άνθρωπος, άνθρωπος πραγματικά έξω από το γήπεδο, πολύ σκληρός επαγγελματίας, όταν άρχιζε η προπόνηση και πολύ δίκαιος. Ήξερε να φτιάχνει και νέους παίκτες και μεγάλους να εμπνέει. Ένας άνθρωπος που δημιουργούσε ένα πολύ ωραίο κλίμα μέσα στην ομάδα, γι’ αυτό όποιος πήγαινε στον ΟΦΗ εκείνα τα χρόνια δεν ήθελε να φύγει. 15 χρόνια ήταν προπονητής, έτσι; Όποιος παίκτης πήγαινε εκεί δεν ήθελε να φύγει από τον ΟΦΗ. Επαγγελματίας, με μοντέρνες ιδέες προπονητικές τότε σε σχέση με το τι επικρατούσε στη χώρα μας. Όλα καλά.

Και με ένα κύπελλο, έναν ακόμα τελικό κυπέλλου, ευρωπαϊκές πορείες…

Κάθε χρόνο ήταν μέσα στην πεντάδα ο ΟΦΗ. Δεν ήταν τυχαίο. Προσωπικότητα.

Ευχαριστούμε το Plateia Cafe (Πλατεία Δημοκρατίας, Περιστέρι) για τη φιλοξενία.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας στην ιστοσελίδα μας. Με την περιήγησή σας σε αυτή στην ιστοσελίδα συμφωνείτε με τη χρήση cookies. Δείτε όλες τις λεπτομέρειες τους όρους χρήσης και τις προϋποθέσεις. ΔΕΧΟΜΑΙ ΔΙΑΒΑΣΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ