Αθλητισμός και παιδί ένα πολύ περίπλοκο κεφάλαιο, τι κάνουμε πως το διαχειριζόμαστε στην Ελλάδα της κρίσης οικονομικής και αξιών.
Συνοδοιπόρος στο να μάθουμε κάποια πράγματα παραπάνω είναι ο προπονητής των ακαδημιών της Άρσεναλ στο Χαλάνδρι, ο κ. Μάριος Γαβαλάς, ο οποίος μιλάει αποκλειστικά στον Σπύρο Χρυσικόπουλο και στο Kingsport.gr
Χρόνια πολλά λοιπόν σε όλους με μια διαφορετική κουβέντα.
Αναλυτικά, η συνέντευξη του:
Ποια ήταν η πρώτη επαφή που είχατε με το ποδόσφαιρο, και πως το βιώσατε;
«Ξεκίνησα το 1970 από της ακαδημίες της ΑΕΚ, έφτασα μέχρι τους ημί επαγγελματίες το 1974, με το μεγαλύτερο μου βίωμα να είναι ότι τα δικά μας τα παιχνίδια παιζόντουσαν πριν τους αγώνες της πρώτης ομάδας και πάντα με κόσμο. Η διαφορά με το σήμερα είναι ότι ακόμα και στα ντέρμπι είχαμε το γήπεδο μισογεμάτο, πράγμα που ήταν σημαντικό για τα παιδιά αφού ένιωθαν είτε την πίεση είτε το «σπρώξιμο» από τον κόσμο. Ήταν διαφορετικά σε αυτή την ηλικία τότε, αφού σήμερα αν ένα παιδί ακούσει μια κουβέντα από κάποιον απ’ έξω η ψυχολογία του αμέσως πέφτει. Εκτός των άλλων αυτό που μας «έφτιαχνε» ήταν και όταν παίζαμε σε αντίπαλη έδρα, γιατί έπρεπε να βγάλουμε από το μυαλό μας τους αντίπαλους οπαδούς και να παίξουμε ποδόσφαιρο».
Πως αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την προπονητική και κυρίως με τα παιδιά;
«Σταμάτησα στα 22 μετά από έναν σοβαρό τραυματισμό, με τον τότε παίκτη και γιατρό της ΑΕΚ τον Λάκη Νικολάου, να μου λέει πως είτε θα κάνεις επέμβαση είτε θα τα παρατήσεις. Έφυγα από τις ακαδημίες της ΑΕΚ, συνεχίζοντας σε ομάδες του Αθηναϊκού ποδοσφαίρου, αλλά το πόδι δεν βοήθαγε. Πήγα λοιπόν στις τότε σχολές προπονητών της ΕΠΟ και της Γ.Γ.Α με Λινοξυλάκη και Παναγούλια αλλά και άλλους μεγάλους. Δεν έμεινα όμως ευχαριστημένος, και είχα την ευκαιρία να φύγω στο εξωτερικό πιο συγκεκριμένα στο Λονδίνο και στην Τότεναμ και είχα την ευκαιρία να ανοίξω τους ορίζοντες μου στο θέμα των ακαδημιών.Από το 1985 μέχρι το 2014, είχα την ευκαιρία να εργαστώ σε συλλόγους στις πρώτες ομάδες είχα επιτυχίες, ωστόσο την πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με ακαδημίες ήταν το 2010, είδα ότι έδενα με τα παιδιά, και κυρίως με τις ηλικίες 8-12 με αποδέχονταν και είχα μεταδοτικότητα».
Πως προσεγγίζει ο προπονητής ένα παιδί και τι επίδραση έχει ένας γονιός πάνω στο παιδί;
«Υπάρχει ένα καθεστώς μια ιστορία που εκτυλίσσεται, με κάποιους από τους γονείς, να έχουν περάσει από τοπικές ομάδες και να πιστεύουν ότι μέσα από τα παιδιά τους θα βγάλουν στην επιφάνεια ένα ανεκπλήρωτο όνειρο που έχουν.Με αποτέλεσμα να προχωράνε τα παιδιά που δεν τα πιέζουν οι γονείς τους, φτάνοντας σε σημείο να πουν στους γονείς τους: «Δεν ξέρεις εσύ ο προπονητής μου ξέρει καλύτερα». Γι’ αυτό έχω πει στα παιδιά, ότι όπως εγώ δεν μπορώ να κάνω την δουλειά των γονιών σας, έτσι και αυτοί δεν μπορούν να ασχοληθούν με το ποδόσφαιρο και έτσι έγινα απόμακρος μαζί τους».
Υπάρχει πρωταθλητισμός στις ηλικίες 7-15 και πως εντάσσεται ένα παιδί σε μια ομάδα;;
«Όταν η ομάδα συμπεριφέρεται ως εργοστάσιο παραγωγής παικτών το πρώτο μέλημα της είναι να ανεβάζει ποδοσφαιριστές στην πρώτη ομάδα.Όταν όμως η ακαδημία λειτουργεί ως χώρος εκμάθησης, τότε τα αποτελέσματα είναι διαφορετικά.Τα παιδιά πρέπει να αγαπήσουν πρώτα το ποδόσφαιρο σαν άθλημα, και όχι σαν τρόπο που θα τους δώσει εύκολο χρήμα.Από τα 7-10 χρόνια το παιδία γνωρίζει το σπορ και από κει και πέρα ξεκαθαρίζει το που θα συνεχίσει αναλόγως το επίπεδο. Τα παιδιά μαθαίνουν να συμπεριφέρονται, επικροτούμε τις επιδόσεις τους στο σχολείο όλα αυτά συζητιούνται στα αποδυτήρια. Πως πρέπει να σέβονται τους γονείς τους, αλλά να τους κρατάνε και έξω από τα αποδυτήρια. Τα αυτιά και τα μάτια τους όταν έρχονται στην ομάδα πρέπει να είναι από τον αγωνιστικό χώρο και μέσα όχι απ’ έξω».
Στην Ελλάδα της κρίσης υπάρχει προοπτική στις αθλητικές ακαδημίες;
«Θα πρέπει κάποια στιγμή, οι γονείς να πάρουν τα παιδιά τους και να πάνε κάποια στιγμή έξω κυρίως να δουν πως ζουν, και την νοοτροπία τους απέναντι στο ίδιο το άθλημα θα ανοίξουν οι ορίζοντες τους. Για να υπάρξει η προοπτική εδώ θα πρέπει η ίδια η πολιτεία να ενδιαφερθεί για τον ομαδικό αθλητισμό, μέχρι τότε θα ερχόμαστε αντιμέτωποι καθημερινά με προχειρότητες».