Στις 27 Σεπτεμβρίου 2000 και στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων του Σίδνεϊ, διεξήχθη ο ιστορικότερος αγώνας ελληνορωμαϊκής πάλης. Ο Ρουλόν Γκάρντνερ έγινε παγκοσμίως γνωστός, όταν σε εκείνους τους Ολυμπιακούς Αγώνες πήρε το χρυσό μετάλλιο στην κατηγορία των 130κ., επικρατώντας στον τελικό του Ρώσου υπερπρωταθλητή και πολυμεταλλιούχου, Αλεξάντερ Καρέλιν.
Η «ρωσική αρκούδα», όπως ήταν ένα από τα πολλά παρατσούκλια («Αλέξανδρος ο Μέγας», «Το Πείραμα») που συνόδευαν τον Καρέλιν στη σπουδαία καριέρα του, πρωτοεμφανίστηκε το 1985, το 1987 ηττήθηκε από το συμπατριώτη του Ιγκόρ Ροστορόφσκι στο πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ένωσης (1-0) και από τότε παρέμενε αήττητος σε όλους τους αγώνες των διοργανώσεων, στις οποίες συμμετείχε επί 13 συναπτά έτη! Αντιμετώπιζε τον εκάστοτε αντίπαλό του κατά πρόσωπο, ενώ εκείνος φρόντιζε να χαμηλώνει το κέντρο βάρους του. Είχε τη δυνατότητα να γυρίζει τα χέρια του σε 90 μοίρες από τους ώμους και να πιάνει από τη μέση τον αντίπαλο και να παίρνει τον έναν εντυπωσιακό πόντο μετά τον άλλον.
Το καταπληκτικό σερί του, τερματίσθηκε στον τελικό των Ολυμπιακών Αγώνων του Σίδνεϊ, με δράστη τον Αμερικανό Ρουλόν Γκάρντνερ o oποίος νίκησε με 1-0, χάρη σε μια παρατήρηση!
Καρέλιν και Γκάρντνερ ήταν ισόπαλοι χωρίς κάποιον πόντο στο πρώτο τρίλεπτο, με τον Ρώσο να είναι πιο μαχητικός και τον Αμερικανό να αμύνεται. Βάσει των κανονισμών που ίσχυαν τότε, εάν το πρώτο τρίλεπτο έληγε χωρίς πόντο από τους δύο αθλητές, τότε αυτοί «δένονταν» με τα χέρια, με το νικητή του κέρματος να έχει περιθώριο ενός λεπτού για να πάρει πόντο από τον αντίπαλό του. Ο Καρέλιν στα 50 δευτερόλεπτα δεν είχε πάρει πόντο, ενώ πάνω στη βιασύνη του έβαλε λανθασμένα το χέρι του πάνω σε αυτό του Γκάρντνερ. Οι κριτές συμβουλεύτηκαν το βίντεο και έδωσαν τον πόντο στον Αμερικανό για την αντικανονική λαβή που δέχθηκε. Ο Γκάρντνερ, αν και δέχθηκε τρεις παρατηρήσεις για παθητικό παίξιμο, κατάφερε να κρατήσει αυτό το 1-0 τόσο στο δεύτερο όσο και στο τρίτο τρίλεπτο και να πανηγυρίσει το χρυσό μετάλλιο, δίνοντας τέλος στο σερί του Καρέλιν.
Έστω κι έτσι πάντως, το παλμαρέ του υπερπρωταθλητή της κατηγορίας των 130 κιλών, ο οποίος εγκατέλειψε την ενεργό δράση μετά από την… αποτυχία του Σίδνεϊ (αν και πολλοί υποστηρίζουν ότι η αποχώρηση οριστικοποιήθηκε όταν η παγκόσμια ομοσπονδία αποφάσισε να μετατρέψει την κατηγορία των 130κ. σε 120κ.), ήταν και παραμένει εντυπωσιακό: Κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο σε τρεις συνεχείς διοργανώσεις Ολυμπιακών Αγώνων (1988, 1992, 1996), ενώ το 2000, στο κύκνειο άσμα της λαμπρής καριέρας του ανέβηκε στο δεύτερο σκαλί του βάθρου. Επίσης αναδείχθηκε εννέα φορές πρωταθλητής κόσμου (1989, 1990, 1991, 1993, 1994, 1995, 1997, 1998 και 1999) και 12 φορές πρωταθλητής Ευρώπης (1988, 1989, 1990, 1991, 1992, 1993, 1994, 1995, 1996, 1998, 1999, 2000). Αναδείχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής εφήβων το 1985 και το 1987. Το 1985 κατέκτησε την πρώτη θέση στο Grand Prix Gala της FILA και το 1987 την πρώτη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Ψηφίστηκε τέσσερις φορές ‘παλαιστής της χρονιάς’ στα δημοψηφίσματα που διεξήχθησαν για λογαριασμό της FILA (1989, 1990, 1992, 1995) και κορυφαίος παλαιστής του 20ου αιώνα στην ελληνορωμαϊκή Πάλη.