H Μπενφίκα έγινε σήμερα 120 ετών.
Σαν σήμερα στις 28 Φεβρουαρίου 1904 γεννήθηκε Μπενφίκα ως Sport Lisboa, ο σύλλογος της Λισσαβώνας, έχει πληθώρα εγχώριων τίτλων και διεθνών διακρίσεων στο ποδόσφαιρο.
Οι «αετοί της Λισσαβώνας» δεν έχουν υποβιβαστεί ποτέ από την Primeira Liga μαζί της και οι άλλοι δυο μεγάλοι του Πορτογαλικού Πρωταθλήματος Σπόρτινγκ Λισσαβώνας και Πόρτο.
Η Μπενφίκα ιδρύθηκε από μία ομάδα από απόφοιτους της σχολής «Κάζα Πία» (εκπαιδευτικό ίδρυμα της Λισαβώνας για ορφανά και εγκαταλελειμμένα παιδιά) συγκεντρώθηκε στο φαρμακείο του Φράνκο, που βρισκόταν στην οδό Μπελέμ της νοτιοδυτικής Λισσαβώνας, και αποφάσισε την ίδρυση μιας ποδοσφαιρικής ομάδας με την ονομασία Sport Lisboa.
Ως χρώματα επελέγησαν το κόκκινο και το λευκό, ως έμβλημα ο αετός και ως γνωμικό η λατινική φράση «E Pluribus Unum» («Ένας από τους πολλούς»). Ψυχή της συνάντησης ήταν ο 18χρονος Κόσμε Νταμιάο (1885-1947), ο οποίος αργότερα διέπρεψε ως ποδοσφαιριστής και προπονητής της Μπενφίκα και αποτελεί ένα από τα σύμβολα της ομάδας.
Δύο χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 26 Ιουλίου 1906 στη συνοικία Μπενφίκα της βόρειας Λισσαβώνας ιδρύθηκε ο ομώνυμος αθλητικός όμιλος (Grupo Sport Benfica). Στις 13 Σεπτεμβρίου 1908 οι δυο σύλλογοι αποφάσισαν να συγχωνευτούν για να αντιμετωπίσουν τη Σπόρτιγκ, που τότε μεσουρανούσε τότε στα αθλητικά δρώμενα της πρωτεύουσας της Πορτογαλίας.
Ο νέος σύλλογος ονομάστηκε Sport Lisboa e Benfica και θεωρήθηκε διάδοχη κατάσταση του Sport Lisboa με έτος ίδρυσης την 28η Φεβρουαρίου 1904. Τα χρώματα, το έμβλημα και το γνωμικό παρέμειναν τα ίδια, απλώς στο σήμα της νέας ομάδας προστέθηκε μια ρόδα, που αντιπροσώπευε την ποδηλασία, το κύριο άθλημα του Grupo Sport Benfica.
Τα πρώτα χρόνια η Μπενφίκα ταλαιπωρήθηκε από τις συχνές αλλαγές γηπέδων, αλλά έδειξε αμέσως τη δύναμή της, κατακτώντας δέκα πρωταθλήματα Λισσαβώνας μέχρι την καθιέρωση του εθνικού πρωταθλήματος της Πορτογαλίας το 1934. Παράλληλα, ο σύλλογος προχώρησε στην ίδρυση τμημάτων μπάσκετμπολ, βόλεϊμπολ, χαντμπολ, μπιλιάρδου, ράγκμπι, χόκεϊ επί χόρτου και χόκεϊ με πατίνια.
Το 1930 κατέκτησε το πρώτο κύπελλο και το 1936 το πρώτο πρωτάθλημα Πορτογαλίας. Το 1950 ήλθε και ο πρώτος διεθνής τίτλος, με την κατάκτηση του Λατινικού Κυπέλλου. Το 1954 βρήκε τη μόνιμη έδρα της στο περίφημο «Estadio da Luz» («Στάδιο του Φωτός»), που αργότερα έγινε το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό γήπεδο της Ευρώπης και το τρίτο μεγαλύτερο του κόσμου με 135.000 θέσεις.
Η δεκαετία του 60’ θεωρείται η χρυσή εποχή της Μπενφίκα καθώς με τον Εουσέμπιο στην σύνθεση της έσπασε την κυριαρχία της Ρεάλ Μαδρίτης στο Κύπελλο Πρωταθλητριών (νυν Τσάμπιονς Λιγκ), με δύο συνεχείς κατακτήσεις: το 1961 με αντίπαλο την Μπαρτσελόνα (3-2) και το 1962 με αντίπαλο τη Ρεάλ Μαδρίτης (5-3), ενώ έφθασε άλλες τρεις φορές στον τελικό, το 1963 (με τη Μίλαν 1-2), το 1965 (με την Ίντερ 0-1) και το 1968 (με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ 1-4). Στις εγχώριες διοργανώσεις κυριάρχησε απόλυτα με 8 πρωταθλήματα και τρία κύπελλα. Το 1968, η Μπενφίκα ανακηρύχθηκε κορυφαία ομάδα της Ευρώπης.
Η δεκαετία του 70’ η Μπενφίκα κυριαρχούσε στις εγχώριες ποδοσφαιρικές διοργανώσεις και το 1973 κατέκτησε αήττητη το πρωτάθλημα Πορτογαλίας, με 23 νίκες και 7 ισοπαλίες. Στην Ευρώπη, η πορεία της δεν ήταν ανάλογη με της προηγούμενης δεκαετίας. Δεν κατέκτησε κάποιο τίτλο, αλλά παρέμενε μια σπουδαία ομάδα με μεμονωμένες επιτυχίες.
Η δεκαετία του ’80 κύλησε με λιγότερους πορτογαλικούς τίτλους, αλλά με τη συμμετοχή των «αετών» στον τελικό του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ το 1983, όπου ηττήθηκαν από την Άντερλεχτ με 1-0. Την εποχή αυτή η διοίκηση της Μπενφίκα, που εκλέγεται από τα μέλη του συλλόγου (socios), πραγματοποίησε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα επενδύσεων, για να καταστήσει την ομάδα και πάλι ανταγωνιστική στην Ευρώπη. Προχώρησε στην κατασκευή και τρίτου διαζώματος στο «Ντα Λουζ», με αποτέλεσμα η χωρητικότητά του να φθάσει τις 135.000 θέσεις, ενώ πραγματοποίησε μία σειρά ακριβών μετεγγραφών. Η Μπενφίκα συνέχισε να κυριαρχεί στην Πορτογαλία κι έφθασε δύο φορές σε τελικούς του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, χωρίς να σηκώσει την κούπα. Το 1988 το έχασε στα πέναλτι από την Αϊντχόφεν και το 1990 ηττήθηκε από τη Μίλαν με 1-0.
Τα δύσκολα χρόνια της ομάδας ξεκίνησαν το 1994 καθως η ομάδα αντιμετώπισε τεράστια οικονομικά προβλήματα, Το 2003 άρχιζε να ανακάμπτει κατέκτησε μόλις ένα κύπελλο Πορτογαλίας, την ίδια περίοδο που η μεγάλη της αντίπαλος Πόρτο σάρωνε τους τίτλους στην Πορτογαλία και διακρινόταν στην Ευρώπη. Πάντως, την εποχή αυτή πραγματοποιεί την ακριβότερη μετεγγραφή στην ιστορία του πορτογαλικού ποδοσφαίρου, με την ένταξη στο δυναμικό της του Σιμάο Σαμπρόζα, έναντι 13 εκατομμυρίων ευρώ. Το 2001 αποφασίζεται η κατεδάφιση του «Ντα Λουζ» και η ανέγερση ενός νέου γηπέδου, σύγχρονου και με τη μισή χωρητικότητα του παλαιού, για τις ανάγκες του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 2004.
Το 2004, με πρόεδρο τον μεγαλοεπιχειρηματία Λουίς Φελίπε Βιέιρα και προπονητή τον ισπανό Χοσέ Αντόνιο Καμάτσο η Μπενφίκα άρχιζε με ιλιγγιώδη ταχύτητα να αφήνει τα δύσκολα χρόνια που πέρασε κατακτώντας 6 πρωταθλήματα και 3 Κύπελλα, συναγωνιζόμενη στα ίσα την μεγάλη της αντίπαλο Πόρτο, ενώ θα έχει αξιοπρεπή παρουσία στην Ευρώπη. Όμως, εξακολουθεί να βρίσκεται στη σκιά της Πόρτο.
Την κόκκινη φανέλα των «Αετών» την έχουν φορέσει σπουδαίοι ποδοσφαιριστές όπως οι: Εουσέμπιο, Ζοζέ Άγκουας, Νενέ, Μάριο Κολούνα, Ζοζέ Αουγκούστο, Νούνο Γκόμεζ, Σιμάο, Σαβιόλα, Ζεοβάνι, Πάμπλο Αϊμάρ, Φάμπιο Κοεντράο, Ντι Μαρία, Λουιζάο ,Ρόμπερτ Ενκέ,Μανίς,Φαν Χούιντουγκ,Αντόνιο Βελόσο,Ζβόνκο Ζίβκοβιτς, Πετίτ,Νουνο Ασσίς,Μάτιτς, Ραμίρες και Οσκαρ Καρντόζο. Επίσης την φανέλα της Μπενφίκα έχουν φορέσει και Έλληνες ποδοσφαιριστές όπως: O Τριαντάφυλλος Μαχαιρίδης 1999-2000, ο Τάκης Φύσσας (2003-2005), ο Γιώργος Καραγκούνης (2005-2007), ο Κώστας Κατσουράνης (2006-2009) ο Κώστας Μήτρογλου (2015-2017),ο Οδυσσέας Βλαχοδήμος (2018- 2023), Ανδρέας Σάμαρης (2014-2021)
Eνώ ο πρώην προπονητής της Εθνικής Ελλάδας,ΠΑΟΚ,ΑΕΚ και Παναθηναϊκό , Φερνάντο Σάντος, που είχε ξεκινήσει την ποδοσφαιρική του καριέρα από την Μπενφίκα, κάθισε στον πάγκο της την περίοδο 2006-2007.
Στα 120 χρόνια έχει κατακτήσει 83 τρόπαια, 84 συμπεριλαμβανομένου του Λατινικού Κυπέλλου, η Μπενφίκα είναι ο σύλλογος με τα περισσότερα τρόπαια στην Πορτογαλία. Έχει κερδίσει 81 εγχώρια τρόπαια, 37 τίτλους της Primeira Liga, 26 Κύπελλα, 7 League Cup, 8 Σούπερ Κύπελλα.
Σε διεθνές επίπεδο, έκανε το back-to-back στο Κύπελλο Πρωταθλητριών το 1961 και το 1962, ένα μοναδικό κατόρθωμα στο πορτογαλικό ποδόσφαιρο, συμμετέχοντας μάλιστα εκείνη την δεκαετία σε πέντε ευρωπαϊκούς τελικούς, ενώ ήταν φιναλίστ στο Intercontinental Cup το 1961 και 1962.