Σε ηλικία μόλις 59 ετών ο άφησε την τελευταία του πνοή ο Τζορτζ Μπεστ.
Σαν σήμερα πριν από δεκαπέντε χρόνια έφυγε ένας από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, ο Τζορτζ Μπεστ.
Μία ημέρα σαν σήμερα, στις 25 Νοεμβρίου 2005, στα 59 του χρόνια ο Βορειοϊρλανδός άφησε την τελευταία του πνοή καθως είχε υποστεί μεγάλη ζημιά από το αλκοόλ.
Ο γεννημένος στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας στις 22 Μαΐου του 1946 άφησε ιστορία ως ένας από του κορυφαίους ποδοσφαιριστές, και έγινε ευρέως γνωστός για την καριέρα του στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η οποία τον είχε ανακαλύψει σε ηλικία 15 ετών. Ο σκάουτερ του Αγγλικού συλλόγου Μπομπ Μπίσομπ είχε στείλει γράμμα στον Σερ Ματ Μπάσμπι το οποίο έλεγε: «Νομίζω πως σου βρήκα μια ιδιοφυία», κάτι στο οποίο ο Μπίσομπ αποδείχτηκε προφήτης.
Στην ηλικία των 17 ετών στις 14 Σεπτεμβρίου του 1963 έκανε την πρώτη του εμφάνιση με την φανέλα των «κόκκινων διαβόλων» κόντρα την Γουεστ Μπρομ μπροστά στο κοινό του Όλντ Τράφορντ. Με την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ κέρδισε ένα Κύπελλο πρωταθλητριών και μία «χρυσή μπάλα» το 1968.
Όμως από το 1972 άρχισε η σταδιακή αποχώρησή του από την Μάντσεστερ. Για ένα διάστημα σταματούσε και επανερχόταν λίγο αργότερα, αλλά την Πρωτοχρονιά του 1974, ο σύλλογος δεν τον δέχθηκε ξανά πίσω. Ο Μπεστ αγωνίστηκε κόντρα στην ΚΠΡ (σημαδιακή ήττα με 3-0) και αυτό ήταν το τελευταίο του παιχνίδι με τους “κόκκινους“.
Σε ηλικία 27 ετών, αν και δεν σταμάτησε το ποδόσφαιρο, περιπλανήθηκε στη Βρετανία, τις ΗΠΑ, Χονγκ Κονγκ και την Αυστραλία. Ντάνστεϊμπλ Τάουν (1974), Στόκπορτ Κάουντι (1975), Κορκ Σέλτικ (1975), Φούλαμ (1976-77), Λος Αντζελες Άζτεκτς (1977), Φορτ Λόντερντεϊλ Στράικερς (1978), Χιμπέρνιαν (1979-80), Σαν Χοσέ Έρθκουεϊκς (1080-81), Σι Μπι (1982), Χονγκ Κονγκ Ρέιντζερς (1982), Μπρίσμπεϊν Λάιονς (1983) και Όσμπορν Παρκ Γκάλεμπ (1983). Τελικώς, κατέληξε στην Μπόρνμουθ, όπου το 1983, σε ηλικία 37 ετών, σταμάτησε οριστικά το ποδόσφαιρο.
Ο Μπεστ είχε προβλήματα και με τον νόμο, διότι το 1984 καταδικάστηκε σε τρεις μήνες φυλάκιση, επειδή οδηγούσε μεθυσμένος και πρόσβαλε αστυνομικό. Τον Οκτώβριο του 2003 ο Μπέστ ήθελε να συγκεντρώσει χρήματα για να αγοράσει σπίτι στην Κέρκυρα(!) και για αυτό πούλησε το τρόπαιο του καλύτερο ποδοσφαιριστή της Ευρώπης που είχε κερδίσει το 1968, αλλά δεν κατάφερε να πουλήσει και αυτό το καλύτερου παίκτη της χρονιάς. Τελικά δεν τα κατάφερε… Την ίδια χρονιά, η νέα σύζυγός του, Άλεξ (πρώην αεροσυνοδός), συμμετέχει σε ριάλιτι, αποκαλύπτοντας άσχημες πτυχές της σχέσης της με τον Μπεστ.
Τον Ιανουάριο του 2004 καταδικάζεται και πάλι για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ και του αφαιρείται το δίπλωμα οδήγησης για είκοσι μήνες. Τον Απρίλιο του 2004 χωρίζει με την Άλεξ. Τον Ιούνιο του 2005 συνελήφθηκε ότι παρενόχλησε ένα ανήλικο κορίτσι και χτύπησε μία ενήλικη, αλλά απαλλάχθηκε των κατηγοριών λίγες μέρες αργότερα.
Για τον Μπεστ ο καλύτερος του φίλος ήταν το ποτό και τα προβλήματα υγείας έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση. Του προκάλεσε ανεπανόρθωτες ζημιές. Το 2002, ο Βορειοϊρλανδός υποβλήθηκε σε επιτυχή μεταμόσχευση συκωτιού στο νοσοκομείο King’s College του Λονδίνου και όλοι πίστεψαν πως ξεπέρασε τον κίνδυνο, αλλά τελικά αποδείχτηκαν λάθος οι ελπίδες… Παρά τη μεταμόσχευση και τις συμβουλές των γιατρών, ο Μπεστ δε μπόρεσε να αντισταθεί στο πάθος του. Στις 3 Οκτωβρίου του 2005, ο Μπεστ εισήχθη στη μονάδα εντατικής θεραπείας του νοσοκομείου Cromwell, με λοίμωξη νεφρού η οποία προκλήθηκε από την απόρριψη του οργανισμού του στο νέο μόσχευμα.
Χαρισματικός και ιδιαίτερος, προκάλεσε, ακόμα και μετά τον θάνατό του, για όσα έκανε στο γήπεδο και για εκείνα που έκανε και είπε έξω από αυτό. Ονομάστηκε ως ο «πέμπτος Beatle», το «πέμπτο σκαθάρι». Οι ντρίμπλες και ο τρόπος παιχνιδιού του γοήτευαν τους θεατές, έξω από το γήπεδο η παρουσία του, αφορμή για να τον λατρέψουν οι γυναίκες.
Είχε πει: «Μου άρεσαν τουλάχιστον 2.000 γυναίκες, ήταν αρκετό για εμένα να πω: «Γεια σου, είμαι ο Μπεστ της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ», αλλά επίσης και… «Δεν ξέρω αν είναι καλύτερα να σκοράρω ενάντια στη Λίβερπουλ ή να κοιμηθώ με την Miss κόσμος, ευτυχώς δεν είχα να επιλέξω». Ή ακόμα: «Ξόδεψα το 90% των χρημάτων μου σε ποτά, κορίτσια και γρήγορα αυτοκίνητα. Τα υπόλοιπα απλώς τα σπατάλησα.»